πους (πόδι)

πους (πόδι)
Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • ποδί — ποδίς shoe. fem voc sg πούς foot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλόπους — κεφαλόπους, οδός, ὁ (Α) στον πληθ. οι κεφαλόποδες τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό πους, λεοντό πους] …   Dictionary of Greek

  • ποσάπους — οδος, ὁ, ἡ, Α πόσων ποδών, με πόσο μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πούς «πόδι», κατά τα δί πους, τετρά πους κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • νέπους — νέπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οι νέποδες α) τέκνα («νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης» Ομ. Οδ.) β) οι απόγονοι («ἀθάνατοι δὲ καλεῡνται ἑοὶ νέποδες», Θεόκρ.) γ) τα ζώα που έχουν νηκτικές μεμβράνες στα πόδια και κολυμπούν με τα πόδια δ) υδρόβια ζώα ε)… …   Dictionary of Greek

  • ραιβοϊπποποδία — η, Ν ιατρ. συγγενής συστροφή τού άκρου ποδιού με κάμψη τής πτέρνας προς τα επάνω και το πρόσθιο τμήμα τού ποδιού στραμμένο προς τα έσω και σε κάμψη ως προς την πτέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραιβός «κυρτός, καμπύλος» + ίππος + ποδία (< πους < πούς… …   Dictionary of Greek

  • υψηλόπους — ουν, Α αυτός που έχει ψηλά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + πούς «πόδι» (πρβλ. μεγαλό πους] …   Dictionary of Greek

  • Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… …   Dictionary of Greek

  • αργυρόπεζα — ἀργυρόπεζα, η (Α) (επίθ. θεών) αυτή που έχει αργυρά πόδια ή σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πέζα, δωρ. κ. αρκαδ. τ. αντί πους «πόδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”